χειμάδι

χειμάδι
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου.
* * *
το / χειμάδιον ΝΜΑ
τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση
νεοελλ.
(κυρίως σχετικά με ποίμνια) χειμαδιό
αρχ.
φρ. «χειμάδια πήγνυμαι» — κατασκευάζω κατοικία κατάλληλη για τη χειμερινή διαμονή μου, το ξεχειμώνιασμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα + κατάλ. -άδιον (πρβλ. μνημ-άδιον: μνῆμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειμάδιον — τὸ, ΜΑ βλ. χειμάδι …   Dictionary of Greek

  • χειμασία — και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α [χειμάζω] 1. διαχείμαση 2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι 3. σφοδρή κακοκαιρία 4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”